Μια ιστορική αναδρομή, με πολύ σημαντικά στοιχεία, έκανε ο Πρόεδρος του ιδρύματος “Ακτία Νικόπολις” κατά τη χθεσινή εκδήλωση για το Κάστρο του Παντοκράτορα:
Ένα απόγευμα του Ιουλίου του 1928, πριν από 93 χρόνια, ο ποιητής που σημάδεψε την Πρέβεζα και ταυτόχρονα την έκανε πανελλήνιο ποιητικό σύμβολο, επισκέφθηκε το κάστρο του Παντοκράτορα, αφού πήρε τα κλειδιά από το αρμόδιο τμήμα της Νομαρχίας Πρέβεζας, όπου υπηρετούσε, μετά τη δυσμενή μετάθεσή του.
Ήρθε στο κάστρο για να διώξει προσωρινά την οργή του από τις καθημερινές πιέσεις που δεχόταν στην υπηρεσία του και να βγάλει τον θυμό του για τις αδικίες που έβλεπε να γίνονται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.
Γράφει ο Καρυωτάκης στο τέλος ενός από τα λιγοστά πεζά κείμενά του, το οποίο τιτλοφορεί «Κάθαρσις»: … Σήμερα επήρα τα κλειδιά και ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας (ο ποιητής αναφέρεται σε αυτούς που περιέγραψε πιο πάνω στο κείμενό του). Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα… ….
Αναρωτηθήκαμε πολλές φορές ποιο να είναι το «ενετικό φρούριο» στο οποίο ανέβηκε ο Καρυωτάκης και για το οποίο θα χρειαζόταν να πάρει κλειδιά για να μπει σε αυτό. Το χρόνιο ερώτημα διαλευκάνθηκε όταν διαβάσαμε την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού για τον χαρακτηρισμό του κάστρου του Παντοκράτορα ως διατηρητέου μνημείου. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου, στο αιτιολογικό τους σημείωμα, χαρακτηρίζουν το φρούριο ως ενετικό. Η απόφαση δεν είναι του 1928, όταν έγραφε την «Κάθαρσι» ο Καρυωτάκης, αλλά το 1982!!! Ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, τόσο διάχυτη η άποψη ότι το Φρούριο του Παντοκράτορα ήταν ενετικό κτίσμα, που όχι μόνον ο δύστυχος Καρυωτάκης την υιοθέτησε στο πεζό κείμενό του, αλλά ακόμη και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού!!!
Δεν πέρασε μια δεκαετία από τον χαρακτηρισμό του κάστρου ως μνημείου, και ο Δήμος Πρέβεζας υπό την ηγεσία του χαρισματικού και οραματιστή δημάρχου κ. Νίκου Δ. Γιαννούλη, ανέθεσε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ερευνητικό πρόγραμμα με αντικείμενο μελέτης το κάστρο του Παντοκράτορα, το οποίο και χρηματοδότησε. Της ερευνητικής ομάδας ηγείτο ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας κ. Γιώργος Βελένης και μεταξύ των ειδικών συνεργατών του συγκαταλέγονταν η Δρ. Ιωάννα Στεριώτου, ειδική στα οχυρωματικά έργα, κυρίως της Ενετικής περιόδου.
Έτσι, το 1991 ο Δήμος Πρέβεζας απέκτησε την πρώτη συστηματική, λεπτομερή μελέτη για το Κάστρο του Παντοκράτορα, αλλά ταυτόχρονα και μια γενική μελέτη για το σύνολο των οχυρωματικών έργων που υπάρχουν στην πόλη.
Είχε ήδη προηγηθεί, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η απόδοση του κάστρου στον Δήμο Πρέβεζας από το υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο είχε από το 1940 περιέλθει η χρήση.
Αυτά ως μια εισαγωγή στο θέμα που κλήθηκα να παρουσιάσω απόψε μετά την ευγενική πρόσκληση του Πολιτιστικού Συλλόγου «Πρέβεζα». Ευχαριστώ τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου και τον πρόεδρό του κ. Κώστα Λογοθέτη, για την πρόταση τους αυτή και τη σημερινή άψογα οργανωμένη εκδήλωση, η οποία εντάχθηκε στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, υπό την αιγίδα του Δήμου Πρέβεζας.
Το κάστρο του Παντοκράτορα, όπως και τα υπόλοιπα κάστρα της Πρέβεζας, είχε στη διάρκεια των 200 χρόνων ύπαρξής του, διάφορες ονομασίες.
Γενή καλέ (Νέο κάστρο) ονομάστηκε αρχικά από τους Οθωμανούς, καθώς ήταν το νεότερο από όλα τα κάστρα της Πρέβεζας. Η ονομασία αυτή, όμως, είχε ήδη δοθεί στο κάστρο που είναι σήμερα γνωστό ως του αγίου Γεωργίου και το οποίο είχε κατασκευαστεί μια δεκαετία περίπου νωρίτερα. Τελικά, οι Οθωμανοί καθιέρωσαν το όνομα Ουτς καλέ (Uç kale). Uç στα τουρκικά σημαίνει ακριανό, εξωτερικό.
Φωγ Νεφ (Fort Neuf) (Νέο κάστρο) ονομάστηκε από τους Γάλλους ήδη από το 1820, καθώς ήταν όντως το νεότερο όλων των άλλων κάστρων της Πρέβεζας. Κατασκευάστηκε δίπλα στο ακρωτήριο που ο χαρτογράφος σημειώνει ως Άκρη Παντοκράτορα. Ο ίδιος χαρτογράφος σημειώνει την ομώνυμη εκκλησία του Παντοκράτορα, η οποία σύμφωνα με τους παλαιότερους Πρεβεζάνους ιστοριοδίφες ιδρύθηκε επί Γαλλοκρατίας, το 1797, για τις ανάγκες των Γάλλων ναυτικών.
Fort Pantocrátora σημειώνεται σε λεπτομερή χάρτη του Βρετανικού Ναυαρχείου στα 1830, μια ονομασία που επικράτησε οριστικά και μετά την απελευθέρωση.
Ας εντάξουμε, όμως, το κάστρο του Παντοκράτορα στον ευρύτερο χώρο.
Το κάστρο αποτελεί ένα από τα πολλά οχυρωματικά έργα του Αλή πασά τα οποία κατασκευάστηκαν σε όλο το εύρος, αλλά κυρίως το μήκος του πασαλικιού του, στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Από το Τεπελένι και το Αργυρόκαστρο της Βορείου Ηπείρου μέχρι τη Ναύπακτο και από το Βουθρωτό μέχρι τα Γιάννενα.
Σήμερα, με την εξαίρετη επιλογή του χώρου πραγματοποίησης της εκδήλωσης από τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Πρέβεζα», έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ευκολότερα τους λόγους για τους οποίος το κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε σε αυτήν τη θέση.
Βρισκόμαστε στο δυτικό άκρο, στην αρχή, του θαλάσσιου στενού που ενώνει το Ιόνιο πέλαγος με τον κόλπο της Πρέβεζας και τον Αμβρακικό. Το στενό αυτό, στους θαλασσινούς, στους ναυτικούς, είναι γνωστό ως «Στενόν Πρεβέζης». Το Στενό έχει προς νότον την Ακαρνανική ακτή και προς βορράν την Ηπειρωτική ακτή. Επειδή το Στενό αποτελείται κυρίως από αβαθή ύδατα με βραχώδη βυθό, η διέλευσή του καθίσταται επικίνδυνη. Γι’ αυτόν τον λόγο το Στενό έχει χαρτογραφηθεί πολλές φορές και με μεγάλη ακρίβεια. Η πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν τα εισπλέοντα πλοία είναι συγκεκριμένη, και γίνεται από σημεία που αρχικά ήταν από τη φύση τους βαθύτερα. Εδώ και έναν αιώνα περίπου η διέλευση γίνεται μέσω ενός υφαλαύλακα που εκβαθύνθηκε τεχνητά, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τα βαθύτερα σημεία του στενού, όπως βλέπουμε στη διαφάνεια, βρίσκονταν, πριν τη δημιουργία του τεχνητού υφαλαύλακα, πιο κοντά στην Ηπειρωτική ακτή. Ως εκ τούτου, εάν κάποιος ήθελε να ελέγξει τα Στενά, έπρεπε να οχυρώσει την Ηπειρωτική τους ακτή.
Όπως μας αρέσει να αναφέρουμε συχνά, η Πρέβεζα βρίσκεται στα όρια της Δύσης και της Ανατολής του παλαιότερα γνωστού κόσμου. Το Ιόνιο και η Αδριατική αποτελούσαν και αποτελούν, τολμώ να πω, τα όρια της δύσης με την ανατολή.
Επιπλέον, ο Αμβρακικός κόλπος είναι ένα μεγάλο φυσικό και ασφαλές λιμάνι στα όρια που προαναφέραμε. Όποιος ελέγχει το «Στενόν Πρεβέζης» έχει ασφαλίσει και τον Αμβρακικό κόλπο.
Πρώτος κατανόησε αυτή τη στρατηγική θέση, ο μέγας στρατηγός Μωάμεθ β’, ο κατακτητής, ο οποίος για τον λόγο αυτόν έκτισε το πρώτο κάστρο στην Μπούκα (Πέρασμα) του κόλπου, το οποίο έμελλε να δώσει το όνομα Πρέβεζα στην πόλη μας. Από τότε και στο εξής όποιος ήλεγχε το Στενό, ήλεγχε και τον Αμβρακικό.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Ήπειρος και η Ακαρνανία ήταν υπό την κυριαρχία του πασά των Ιωαννίνων Αλή Τεπελενλή, του γνωστού μας Αλή πασά. Όμως, τρία σημαντικά κάστρα της περιοχής αυτής ήταν υπό ενετική κυριαρχία. Η Πάργα, η Βόνιτσα και η Πρέβεζα. Με την Πρέβεζα υπό ενετική διοίκηση, το θαλάσσιο στενό ελεγχόταν κυρίως από τους Ενετούς. Ο Αμβρακικός κόλπος αντίθετα ήταν στην πλειονότητά του (πλην της Πρέβεζας και της Βόνιτσας) υπό την κυριαρχία του Αλή πασά, ο οποίος ήταν λογικό να θέλει να ελέγξει και αυτός τα στενά της εισόδου. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να κατασκευάσει οχυρό στην Ακαρνανική ακτή των στενών, η οποία, όπως αναφέραμε, ήταν στην κυριότητά του. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα, περί το 1795, ανεγέρθηκε η πρώτη φάση του κάστρου του Ακτίου.
Οι ιστορικές εξελίξεις της εποχής ήταν ραγδαίες. Με την είσοδο του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Βενετία, στις 12 Μαΐου 1797, καταλύθηκε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και οι όποιες κτήσεις της στην Αδριατική και το Ιόνιο περιήλθαν αυτοδικαίως και αναίμακτα στη Γαλλική Αυτοκρατορία.
Ενάμισι χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1798, ο Αλή πασάς βρήκε τη ευκαιρία (με μια ανούσια, αλλά για αυτόν σημαντική αφορμή) και επιτέθηκε στην Πρέβεζα, καταλαμβάνοντάς την και εκδιώκοντας τους λίγους εναπομείναντες Γάλλους και τους Γαλλόφιλους Έλληνες κατοίκους της πόλης, κατά τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως «ο Χαλασμός της Πρέβεζας».
Στα άμεσα σχέδια του νέου κατακτητή Αλή πασά ήταν η οχύρωση της περιοχής. Οι επιθυμίες του, όμως, ανασχέθηκαν προσωρινά, λόγω της παρέμβασης της Ρωσίας και της δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινοπολιτείας, που αποτελούταν από τις πρώην ενετικές κτήσεις της Ηπειρωτικής ακτής (Πρέβεζα, Πάργα, Βόνιτσα, Βουθρωτό).
Έξι (6) χρόνια αργότερα, με ύπουλο και πάλι τρόπο, ο γιος του Αλή πασά, Μουχτάρ, καταλαμβάνει την Πρέβεζα και ο Αλή γίνεται πλέον απόλυτος κυρίαρχος όλης της περιοχής, χωρίς πλέον την ύπαρξη των μικρών σε έκταση, αλλά στρατηγικών σε θέση, θυλάκων.
Αρχίζει τότε ένας οργασμός οχυρωματικών έργων στην περιοχή, τα οποία εκτελούνταν από εκατοντάδες εργάτες, εξειδικευμένους και μη, που διατάχθηκαν να έρθουν στην Πρέβεζα από όλη την επικράτεια του Αλή πασά. Δούλευαν νυχθημερόν, με τη διαδικασία της αγγαρίας, δηλαδή, της υποχρεωτικής εργασίας με μόνη παροχή ένα ελάχιστο ημερήσιο φαγητό.
Ο Αλή πασάς, φίλα προσκείμενος, την εποχή εκείνη, στους Γάλλους, τους ζητά να του προτείνουν τον καλύτερο τρόπο αμυντικής θωράκισης των στενών της Πρέβεζας. Ο τότε υποτιθέμενος φίλος του, Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Φρανσουά Πουκεβίλ, παρεμβαίνει στη Γαλλική κυβέρνηση, η οποία στέλνει δύο αξιωματικούς του πυροβολικού και μηχανικούς για να συμβουλεύσουν τον Αλή στην οχύρωση των στενών της Πρέβεζας, μεταξύ άλλων. Ο συνταγματάρχης του γαλλικού πυροβολικού Frédéric François Guillaume, ο οποίος αργότερα πήρε τον τίτλο de Vaudoncourt, και ο λοχαγός μηχανικός Ponceton ήταν οι δύο σημαντικότεροι σύμβουλοι του Αλή.
Με την αρχική φάση του κάστρου του Ακτίου να έχει ήδη κτιστεί από τον Αλή στο στενότερο σημείο του Στενού, η κατασκευή ενός κάστρου στην ακριβώς απέναντι Ηπειρωτική ακτή είναι η λογική απόφαση για τον έλεγχο των στενών, του Αμβρακικού, και των οθωμανικών ναυπηγείων στον όρμο Βαθύ. Αυτή ήταν και η πρόταση των Γάλλων αξιωματικών και μηχανικών προς τον Αλή πασά. Θέλοντας να κατασκευάσει το οχυρό όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ο πασάς φέρνει στην Πρέβεζα 300 εργάτες και 200 κτιστάδες και σε χρόνο ρεκόρ, ολοκληρώνεται το κάστρο που σήμερα ονομάζουμε του αγ. Γεωργίου. Όπως μας διασώζουν οι σημειώσεις των Γάλλων μηχανικών και παρόλο ότι έγιναν κάποιες αλλαγές στην κατασκευή με τη θέληση του Αλή πασά, το κάστρο ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες (!!!). Ο θεμέλιος λίθος μπήκε τον Μάρτιο του 1807, παρουσία και του Γάλλου προξένου, και μέχρι το Φθινόπωρο του ίδιου έτους το κάστρο ήταν έτοιμο.
Οι ρυθμοί κατασκευής των οχυρωματικών έργων στην Πρέβεζα ήταν τόσο ταχείς ώστε την ίδια περίοδο επισκευάστηκε και βελτιώθηκε το κάστρο του αγ. Ανδρέα, κτίστηκε ο παραθαλάσσιος εξωτερικός περίβολός του και κατασκευάστηκε η περιμετρική αμυντική τάφρος (τάπια) της Πρέβεζας.
Οι αποδώσεις των πυροβόλων όπλων την εποχή εκείνη βελτιώνονταν συνεχώς και με αλματώδεις ρυθμούς, με το βεληνεκές τους να γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Το Στενόν Πρεβέζης μπορούσε πλέον να ελεγχθεί και από μεγαλύτερη απόσταση. Έτσι, ο Αλή πασάς αποφάσισε την κατασκευή νέου κάστρου, αυτού που βλέπουμε μπροστά μας, στη δυτική άκρη των στενών. Όσοι ανεπιθύμητοι στον πασά αποφάσιζαν να εισέλθουν στο Στενό θα δέχονταν πλέον τα πυρά από νωρίς, και σε συνδυασμό με τα πυρά του κάστρου του αγ. Γεωργίου αποτρέπονταν ευκολότερα η είσοδός τους στον Αμβρακικό.
Όπως έχουμε ισχυριστεί και με άλλες ευκαιρίες, μια ομιλία γίνεται η αφορμή να εμβαθύνει κανείς την έρευνα για το θέμα που αναπτύσσει, με αποτέλεσμα πάντα, ή σχεδόν πάντα, την εύρεση νέων στοιχείων που αρκετές φορές ανατρέπουν τα έως τότε δεδομένα. Ευχαριστίες διπλές, λοιπόν, οφείλονται στους διοργανωτές για την έμμεση συμβολή τους στην ιστορική έρευνα της πόλης μας.
Όλοι οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν στο ότι το κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε την περίοδο των 14 ετών που ο Αλή πασάς κατείχε την Πρέβεζα. Θυμίζω ότι η περίοδος αυτή διήρκεσε από το τέλος του 1806 μέχρι το 1820, όταν οθωμανικές δυνάμεις του Σουλτάνου, ανάγκασαν τον Αλή πασά να εγκαταλείψει την Πρέβεζα, διαβλέποντας τους κινδύνους που αυτός δημιουργούσε για τον Σουλτάνο. Ο ακριβής χρόνος κατασκευής του κάστρου, όμως, δεν συμφωνείται από όλους.
Η ομάδα του αγαπητού φίλου, καθηγητή κ. Γιώργου Βελένη, που μελέτησε το κάστρο, κατέληξε στην απόλυτη άποψη ότι η πρώτη φάση του κάστρου, το εσωτερικό πεντάγωνο οχυρό, κατασκευάστηκε το 1807-1808, βάση σχεδίων του Γάλλου μηχανικού Frédéric François Guillaume de Vaudoncourt, και ότι η δεύτερη κατασκευαστική φάση, το εξωτερικό τμήμα του με τον μεγάλο τριγωνικό προμαχώνα, κτίστηκε στις προχωρημένες δεκαετίες του 19ου αιώνα, δηλαδή κάπου στα 1870-1880.
Στην επιστημονική έρευνα, πρέπει κανείς να βλέπει και να κρίνει τα δεδομένα τα οποία συνεχώς οι νέες έρευνες αποκαλύπτουν και να μη θεωρεί ως θέσφατο τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο παρελθόν, ακόμη και εάν αυτές προέρχονται από μεγάλους ακαδημαϊκούς. Μόνον έτσι περπατά και εξελίσσεται η έρευνα.
Τα νέα δεδομένα των πρόσφατων ερευνών μάς έχουν πείσει ότι το Κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε από τον Αλή πασά αργότερα από τα υπόλοιπα κάστρα της Πρέβεζας. Μέχρι πρότινος προσδιορίζαμε ως χρόνο κατασκευής του το 1815 περίπου. Σήμερα μοιραζόμαστε μαζί σας τους τρεις σημαντικότερους λόγους που μας κάνουν να υποστηρίξουμε ότι η κατασκευή του κάστρου του Παντοκράτορα θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε το 1818 περίπου. Άλλωστε και ο, ομότιμος πλέον, καθηγητής κ. Γιώργος Βελένης αποδέχεται ότι έγιναν αστοχίες και λάθη στη σύντομη διάρκεια εκπόνησης ενός ερευνητικού προγράμματος.
1. Οι εκθέσεις των Γάλλων αξιωματικών του πυροβολικού, και μηχανικών Guillaume de Vaudoncourt και Ponceton που εντοπίστηκαν στα αρχεία της Γενναδείου Βιβλιοθήκης των Αθηνών και μελετήθηκαν προ τριών ετών, ξεκαθαρίζουν ότι το κάστρο που κατασκευάστηκε με σχέδιά τους ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε του αγ. Γεωργίου και όχι του Παντοκράτορα.
2. Ένας από του Άγγλους στρατιωτικούς γιατρούς, που υπηρετούσαν από το 1814 στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, ήταν ο William Goodisson. Σε μία επίσκεψη με οσμή κατασκοπίας, ο Goodisson βρέθηκε στην Πρέβεζα το καλοκαίρι του 1818. Στα δημοσιευμένα περιηγητικά του κείμενα, επισημάναμε μια αναφορά στο κάστρο του Παντοκράτορα, η κατασκευή του οποίου, όπως γράφει, ήταν τότε σε εξέλιξη και δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.
3. Ο χειρόγραφος χάρτης του Jean-Guillaume Barbié du Bocage, ο οποίος σχεδιάστηκε μετά από αίτημα του Γάλλου προξένου, στην Πάτρα τότε, Πουκεβίλ, και φέρει χρονολογία 1818, δεν σημειώνει το κάστρο του Παντοκράτορα, αλλά μόνο την εκκλησία που υπήρχε στον ίδιο σχεδόν χώρο.
Όταν ο χάρτης δημοσιεύθηκε από τον Πουκεβίλ δυο χρόνια αργότερα, το 1820, πάνω στον χάρτη σημειώνεται το Νέο κάστρο (Fort Neuf), δίπλα στην εκκλησία του Παντοκράτορα.
Εάν όντως το κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε σε δύο χρονικές φάσεις, όπως υποστηρίζει η ομάδα Βελένη και όπως φαίνεται να μαρτυρούν αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ίδιου του κάστρου, τότε η δεύτερη κατασκευαστική φάση ολοκληρώθηκε πριν το 1830, χρόνο κατά τον οποίο η νότια όψη του κάστρου αποτυπώθηκε από Άγγλους στρατιωτικούς μηχανικούς του Βρετανικού Ναυαρχείου και δημοσιεύθηκε σε χάρτες της ίδιας χρονιάς. Η όψη αυτή, όπως βλέπεται, συμπεριέχει και την θεωρούμενη ως δεύτερη κατασκευαστική φάση.
Μετά την εκδίωξη του Αλή πασά από την Πρέβεζα, το 1820, οι σουλτανικές δυνάμεις κατοχής είναι σχεδόν βέβαιο ότι βελτιώνουν τα οχυρωματικά έργα της Πρέβεζας, ιδιαίτερα αφού λίγα χρόνια αργότερα το Στενόν Πρεβέζης θα γίνει μεθόριος γραμμή μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου.
Όπως πολύ σωστά σημειώνει η ομάδα Βελένη, τα εξωτερικά, ανεξάρτητα κάστρα, όπως αυτό του Παντοκράτορα, στέγαζαν τη φρουρά τους και τη διοίκησή τους και έτσι χρειάζονταν αρκετούς στεγασμένους χώρους, οι οποίοι φαίνεται να διατηρούνταν στο κάστρο και το 1912, όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες του Etienne Labranche (Στέφανου Βλαστού), που συγκαταλέγονται στις φωτογραφικές συλλογές του Ιδρύματος. Τα ίδια κτίσματα συνεχίζουν να υφίστανται και κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ο Πρεβεζάνος εκδότης Νικήτας Τσουτσάνης εξέδωσε καρτ ποστάλ που απεικονίζει το Κάστρο του Παντοκράτορα. Έτσι ήταν το φρούριο όταν το επισκέφθηκε ο Καρυωτάκης.
Με την απελευθέρωση της Πρέβεζας (1912-13) στο κάστρο εγκαταστάθηκε μικρή μονάδα του Ελληνικού Ναυτικού, η οποία χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα οθωμανικά πυροβόλα του κάστρου και του απέναντί του λόφου Κάλκ Μπαμπά (που βρίσκεται στα δεξιά σας), ήλεγχε την κίνηση των πλοίων προς τον Αμβρακικό κόλπο.
Το κάστρο ως φυλακή.
Η Πρέβεζα από το 1913 έγινε έδρα Πρωτοδικείου και ως εκ τούτου έπρεπε, κατά τα τότε ισχύοντα, να διαθέτει και φυλακές. Αρχικά αυτές στεγαζόταν στο απέναντι Φρούριο του Ακτίου. Περί το 1925, σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Γιώργου Ι. Μουστάκη, οι φυλακές μεταφέρθηκαν στο κάστρο του Παντοκράτορα. Γεγονός είναι ότι στις αρχές του 1940 το Υπουργείο Οικονομικών παραχώρησε τη χρήση του κάστρου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο ήταν υπεύθυνο για τις φυλακές. Πιθανότατα τότε προστέθηκαν στο κάστρο νέες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα. Άλλωστε, το παρεκκλήσιο των αγίων Αναργύρων στην κορυφή του κάστρου καθιδρύθηκε/εγκαινιάστηκε στις 2.7.1939 από τον τότε μητροπολίτη Ανδρέα. Οι φυλακές θα καταργηθούν από τη Δικτατορία το 1968, μαζί με πολλές άλλες ανά την επικράτεια.
Την ίδια περίοδο, το κάστρο του Παντοκράτορα συνδέθηκε και με τα τραγικά γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1944. Τότε, και με το τέλος της Γερμανικής κατοχής της Πρέβεζας, έπρεπε να υλοποιηθούν τα όσα συμφωνήθηκαν στη Γέφυρα της Πλάκας μεταξύ των αντίπαλων ελληνικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Αντί, όμως, των συμφωνηθέντων, έγιναν άλλα και προκλήθηκαν έτσι οι εμφύλιες συρράξεις του Σεπτεμβρίου 1944, οι οποίες κατέληξαν σε εκατέρωθεν φυλακίσεις και τελικά στις άθλιες και ανεπίτρεπτες και απάνθρωπες εκτελέσεις της Παργινόσκαλας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 απεφεύχθη η εκποίηση του κάστρου και μετά από αντιδράσεις και παρεμβάσεις των τοπικών αρχών επιτράπηκε να διαμένουν σε κάποια από τα οικήματά του άπορες οικογένειες.
Με την ολοκλήρωση της μελέτης Βελένη το 1991, ακολούθησε μελέτη εφαρμογής των προτάσεων Βελένη, η οποία και εγκρίθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση του ΥΠΠΟ. Η υλοποίησή της, όμως, έγινε από τον Δήμο Πρέβεζας, χωρίς να γνωρίζουμε εάν εφαρμόστηκε πλήρως/κατά γράμμα η μελέτη εφαρμογής. Τότε καθαιρέθηκαν οι τσιμεντοκατασκευές και αφαιρέθηκαν οι επιχώσεις των υπόγειων στοών και προμαχώνων.
Για αυτά και πολλά άλλα, όμως, θα μας ενημερώσει αναλυτικά η κ. Ελισάβετ Σαρρή, αμέσως μετά.
Επιτρέψτε μου να κλείσω με την εξιστόρηση μιας ακόμη ανθρώπινης μαρτυρίας που σχετίζεται με το κάστρο, όταν αυτό λειτουργούσε ως φυλακή. Ο Χαρίλαος Φλωράκης, στη διάρκεια προεκλογικής του εκστρατείας στην Ήπειρο το 1985, αναφέρθηκε στην κράτησή του στις φυλακές της Πρέβεζας στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη χαρακτηριστική ρήση «στην Πρέβεζα πέρασα ζάχαρη». Ο λόγος ήταν ότι ο Φλωράκης συγκρατείτο στο ίδιο κελί με «έναν Μπαξεβάνη» (όπως ο ίδιος τον θυμόταν), ο οποίος ήταν Πρεβεζάνος ποινικός κρατούμενος, λόγω παράνομης οπλοκατοχής κλπ. Οι οικείοι του «Μπαξεβάνη» κατάφερναν και έφερναν συχνά πίτες και σπιτικά φαγητά και γλυκίσματα, τα οποία ο ίδιος μοιραζόταν με τον Φλωράκη και έτσι η φυλακή της Πρέβεζας έγινε ελαφρύτερη για αυτόν.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας!
Τελευταία ενημέρωση 18 Ιουλίου 2021 11:52:19 από News Room